- επιβασία
- ἐπιβασία, η (Α)1. βάδισμα πάνω σε κάτι2. είσοδος σε κάποιο χώρο όπου δεν έχει κάποιος δικαίωμα να μπει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιβασίᾳ — ἐπιβασίαι , ἐπιβασία wrongful entry fem nom/voc pl ἐπιβασίᾱͅ , ἐπιβασία wrongful entry fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβασίαι — ἐπιβασία wrongful entry fem nom/voc pl ἐπιβασίᾱͅ , ἐπιβασία wrongful entry fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβασίαν — ἐπιβασίᾱν , ἐπιβασία wrongful entry fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)